φλιτάρω

φλιτάρω
Ν
ψεκάζω με εντομοκτόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλιτ + ρηματ. κατάλ. -άρω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλιτάρω — φλιτάρω, φλιτάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φλιτάρω — φλιτάρισα, φλιταρίστηκα, φλιταρισμένος, μτβ., με ειδική συσκευή εκτοξεύω πυκνά σταγονίδια φλιτ (βλ. λ.), για την εξόντωση διάφορων εντόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλιτάρισμα — το, Ν [φλιτάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλιτάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”